Το πρώτο μέσο καθαρισμού, μετά το νερό ή το λάδι σε
κάποιες περιπτώσεις, που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για την προσωπική του
καθαριότητα αλλά και για την καθαριότητα του σπιτιού και των ρούχων του ήταν το
σαπούνι, ή έστω ένα είδος σαπουνιού.
Τα πρώτα σαπούνια…
Αν και υπάρχουν πολλές μυθολογικές αναφορές για το πώς
φτιάχτηκε το πρώτο σαπούνι, οι πρώτες καταγεγραμμένες μαρτυρίες για την
παρασκευή και τη χρήση του βρίσκονται σε βαβυλωνιακά κείμενα που
χρονολογούνται γύρω στο 2800 π.Χ. Σε έναν πήλινο δίσκο που ανακαλύφθηκε
στη Βαβυλώνα και χρονολογείται στο 2200 π.Χ. αναφέρεται ένας τύπος σαπουνιού
που τον έφτιαχναν με νερό, ένα αλκαλικό διάλυμα και έλαιο κασσίας.
Ο περίφημος αιγυπτιακός πάπυρος Ebers (1550 π.Χ.) αναφέρει ένα μέσο καθαρισμού των αρχαίων Αιγυπτίων που
μοιάζει πολύ με σαπούνι, αφού αποτελούσε συνδυασμό ζωικών και φυτικών λαδιών με
ένα αλκαλικό διάλυμα. Μια ουσία παρόμοια με σαπούνι χρησιμοποιούσαν επίσης για
την επεξεργασία του μαλλιού, όπως αναφέρουν αιγυπτιακά έγγραφα. Μάλιστα
διασώζεται με συνταγή για την παρασκευή ενός είδους σαπουνιού που περιλάμβανε
στάχτη και φυτικά λάδια και χρονολογείται στην περίοδο της βασιλείας των
Ναβονιδών (556-539 π.Χ.).
Αλλά και στην αρχαία Κίνα, σύμφωνα με
μαρτυρίες, χρησιμοποιούσαν ένα είδος καθαριστικού παρόμοιο με σαπούνι φτιαγμένο
από βότανα και φυτά.
Το σαπούνι στον ευρωπαϊκό χώρο…
Για πρώτη φορά η λέξη «σαπούνι» (sapo στα λατινικά), αναφέρεται στο σύγγραμμα Naturalis Historia («Φυσική
Ιστορία») του Πλίνιου του πρεσβύτερου (23-79 μ.Χ.), όπου περιγράφει την
παρασκευή του από ζωικό λίπος και στάχτη το οποίο, κατά τα λεγόμενα του
Πλίνιου, το χρησιμοποιούσαν ως αλοιφή για τα μαλλιά οι Γερμανοί και οι Γαλάτες
(και μάλιστα το αναφέρει με έναν υποτιμητικό υπαινιγμό λέγοντας ότι το
χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι άνδρες παρά οι γυναίκες).
Αρχαιολογικά ευρήματα στην Πομπηία (η οποία
καταστράφηκε το 79 μ.Χ.) αποκάλυψαν την ύπαρξη ολόκληρου εργοστασίου σαπουνιού.
Ο Έλληνας γιατρός Γαληνός (123-199) περιγράφει
σε συγγράμματά του την παρασκευή σαπουνιού με τη χρήση αλισίβας που το
χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο των ρούχων και τον καθαρισμό του σώματος γιατί,
όπως επισημαίνει, έχει την ιδιότητα να παρασύρει τις ακαθαρσίες. Μάλιστα
ο Γαληνός ανέφερε ότι τα καλύτερα σαπούνια ήταν τα γερμανικά και ακολουθούσαν
τα γαλατικά. (Προφανώς η λατινική λέξη «sapo» αποτελεί
δάνειο από τη γερμανική γλώσσα που μάλλον έχει την ίδια ετυμολογική ρίζα με τη
λατινική λέξη «sebum» που
σημαίνει «λίπος ζώου», καθώς ένα από τα συστατικά των σαπουνιών εκείνης της
περιόδου ήταν τα ζωικά λίπη. Για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν και
μυθολογικές ερμηνείες, ότι δηλ. προέρχεται από το όρος Sapo όπου τυχαία φτιάχτηκε το πρώτο σαπούνι.)
Λίγο αργότερα, και ο Έλληνας αλχημιστής Ζώσιμος ο Πανοπολίτης (350-420) περιγράφει, επίσης, σε κείμενά του την παρασκευή και τη χρήση σαπουνιού.
Τον 8ο αι. η τέχνη της παρασκευής σαπουνιού
ήταν γνωστή στην Ιταλία και την Ισπανία (ιδιαίτερα στην περιοχή της Καστίλλης). Μάλιστα, τα διατάγματα De Villis των
Μεροβίγγειων γύρω στο 800 αναφέρουν το σαπούνι ως ένα από τα προϊόντα που
πρέπει να καταγράφουν οι εκπρόσωποι της βασιλικής περιουσίας. Αυτήν την περίοδο
τη σαπωνοποιία αναφέρεται τόσο ως «γυναικεία εργασία» όταν γίνεται ιδιωτικά στα
σπίτια όσο και ως ενασχόληση «ικανών τεχνιτών» στους οποίους εντάσσονται οι
ξυλουργοί, οι κτίστες και οι αρτοποιοί.
Στη Γαλλία το δεύτερο μισό του 15ου
αι. η σαπωνοποιία είχε αναπτυχθεί σε βιοτεχνικό επίπεδο σε ορισμένα κέντρα της
περιοχής της Προβηγκίας (Τουλόν, Ιέρ, Μασσαλία), τα οποία εφοδίαζαν με σαπούνι
όλη τη χώρα. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η σαπωνοποιία στην περιοχή της Μασσαλίας,
όπου η παραγωγή σαπουνιού στα δύο σαπωνοποιεία της αναφέρεται ότι είχε
εκτοπίσει όλα τα υπόλοιπα κέντρα σαπουνιού. Στην Αγγλία η παραγωγή σαπουνιού
γινόταν σχεδόν αποκλειστικά στο Λονδίνο.
Αντίθετα με τα ευρωπαϊκά σαπούνια, που τα έφτιαχναν με
ζωικά λίπη, στη Μέση Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη) έφτιαχναν τα σαπούνια
τους αποκλειστικά από φυτικά λάδια (ελαιόλαδο, δαφνέλαιο). Παραδοσιακά, τα
έφτιαχναν οι γυναίκες για οικιακή χρήση, αλλά πολύ νωρίς (ίσως και πριν τον 10ο
αι.) δημιουργήθηκαν και τα πρώτα σαπωνοποιεία σε διάφορες περιοχές, όπως το
Χαλέπι στη Συρία και η Ναμπλούς στην Παλαιστίνη, και τα σαπούνια τους γρήγορα
απέκτησαν μεγάλη φήμη όχι μόνο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά σε όλη τη
λεκάνη της Μεσογείου, όπου έφτασαν μετά την α’ σταυροφορία (1096-1099).
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα σαπωνοποιεία της περιόδου
μετά την α’ σταυροφορία που δημιουργούνται στις ευρωπαϊκές περιοχές της
Μεσογείου ανήκουν σε Άραβες τεχνίτες, οι οποίοι μεταφέρουν έτσι την τέχνη τους
στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ένα ισλαμικό έγγραφο του 12ου αι.
περιγράφει λεπτομερώς τη διαδικασία παρασκευής σαπουνιού. Μάλιστα σε αυτό το
έγγραφο αναφέρεται για πρώτη φορά η λέξη «αλκάλι» (al-qaly) που
σημαίνει «στάχτη» (η γνωστή μας αλισίβα), όρος που θα υιοθετηθεί αργότερα και
από την επιστήμη της Χημείας.
Παραδοσιακό σαπούνι από την περιοχή Χαλέπι (Aleppo) της Συρίας, με τη χαρακτηριστική σφραγίδα του σαπωνοποιείου στο οποίο φτιάχτηκε. |
Έτσι, από τον 16ο αι. άρχισαν να
παρασκευάζονται στην Ευρώπη πιο εκλεπτυσμένα σαπούνια, καθώς άρχισαν να
χρησιμοποιούν φυτικά λάδια και όχι ζωικά λίπη, όπως την προηγούμενη περίοδο. Το
περίφημο σαπούνι Καστίλλης ή Μασσαλίας είναι το γνωστότερο είδος σαπουνιού από
ελαιόλαδο, αν και μπορεί να περιέχει και μικρές ποσότητες από άλλα φυτικά
λάδια.
Με την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου, οι πρώτοι
Ευρωπαίοι που μετοίκησαν στις νεοανακαλυφθείσες περιοχές μετέφεραν μαζί τους
και την τέχνη της σαπωνοποιίας.
Μεγάλη ώθηση στην μαζική παραγωγή σαπουνιού έδωσαν οι
ανακαλύψεις των χημικών Nicholas Leblanc και Michel Eugene Chevreul στα τέλη του
18ου αι. και του Ernest Solvay στα μέσα του 19ου αι., με τις οποίες μειώθηκε το κόστος
παραγωγής σαπουνιών, καθώς μπόρεσαν να παραχθούν τα απαραίτητα αλκάλια με τη χρήση
αλατιού που ήταν πολύ οικονομικότερο από τη στάχτη.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αι. τα σαπούνια ήταν
ιδιαίτερα σκληρά. Το 1789 ο Andrew Pears έφτιαξε στο Λονδίνο το πρώτο σχεδόν διάφανο σαπούνι, ενώ το 1862 ο γαμπρός
του Thomas J. Barratt ίδρυσε το
πρώτο μεγάλο εργοστάσιο μαζικής παραγωγής σαπουνιών στο Islworth.
Ακολούθησε η ίδρυση πολλών άλλων βιομηχανιών παραγωγής
σαπουνιών σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ενώ με το χρόνο τα σαπούνια εξελίχτηκαν αποκτώντας
διάφορα χρώματα και αρωματισμό.
Το 1865 ο William Shepphard έφτιαξε το πρώτο υγρό σαπούνι, ενώ το 1898 ο B. J. Johnson έφτιαξε το σαπούνι «Palmolive», το οποίο,
όπως φανερώνει και το όνομά του ήταν φτιαγμένο από φοινικέλαιο και ελαιόλαδο.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα το σαπούνι έγινε τόσο διάσημο που ο Johnson μετονόμασε την εταιρεία του σε «Palmolive».
Το υγρό σαπούνι αποτέλεσε τη βάση για την εμφάνιση
πολλών καθαριστικών όχι μόνο για το σώμα αλλά και για το σπίτι, και έτσι τον 20ό
αι. παρατηρήθηκε μια μεγάλη αύξηση στις βιομηχανίες παραγωγής διαφόρων ειδών
καθαριστικών (σαμπουάν, αφρόλουτρα, κρεμοσάπουνα, απορρυπαντικά, διαφόρων ειδών
καθαριστικά για το σπίτι κλπ.).
Μέχρι τα μέσα του 19ου τα σαπούνια ήταν εισαγόμενο
είδος, κυρίως από τη Μασσαλία με το φημισμένο σαπούνι της.
Η τέχνης της παρασκευής σαπουνιού φτάνει στην Ελλάδα
στα μέσα του 19ου αι. όταν ιδρύεται η πρώτη ελληνική σαπωνοποιία
αρχικά στη Ζάκυνθο, η οποία λίγο πριν το τέλος του 19ου αι. μεταφέρεται
στην Κέρκυρα. Σε λίγο, σαπωνοποιεία δημιουργούνται σε πολλές περιοχές της
Ελλάδας, κυρίως σε περιοχές όπου αφθονεί η κύρια πρώτη ύλη για την παρασκευή
του, το ελαιόλαδο. Έτσι, εκτός από την Κέρκυρα, φημισμένα σαπωνοποιεία
υπήρχαν στη Λέσβο, την Κρήτη και αλλού.
Παράλληλα, πολλά ελληνικά νοικοκυριά έφτιαχναν σπιτικό
σαπούνι για να καλύψουν τις ανάγκες προσωπικής υγιεινής αλλά και καθαριότητας
του σπιτιού και των ρούχων τους.
Μέχρι και τα μέσα του 20ού η ελληνική σαπωνοποιία γνώρισε
μεγάλη άνθιση (ιδιαίτερα την περίοδο μέχρι και την Μικρασιατική καταστροφή το
1922, με μεγάλη παραγωγή σαπουνιού και με εξαγωγές σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα
στην Τουρκία και στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, όπου ζούσε μεγάλος αριθμός
Ελλήνων).
Η ανάπτυξη όμως βιομηχανοποιημένων συνθετικών
καθαριστικών, απορρυπαντικών, σαμπουάν, αφρόλουτρων κλπ. οδήγησε στην σταδιακή
μείωση της ζήτησης για παραδοσιακό σαπούνι και έτσι στο β΄ μισό του 20ού αι.
αρχίζουν να κλείνουν τα παραδοσιακά σαπωνοποιεία, ενώ τα λιγοστά που είχαν
απομείνει υπολειτουργούν και η παραγωγή τους είναι ελάχιστη. Παράλληλα,
περιορίζεται σημαντικά (για να μην πούμε ότι εξαφανίζεται εντελώς) η παρασκευή
σαπουνιού στο σπίτι, καθώς είναι μια χρονοβόρα (σχετικά) διαδικασία και επειδή
η προσφορά έτοιμων συνθετικών καθαριστικών είναι μεγάλη και τα προϊόντα αυτού
του είδους τα βρίσκαμε εύκολα παντού.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, λόγω οικονομικής κρίσης
αλλά και της επιθυμίας μας να ζήσουμε πιο απλά και φυσικά, η τέχνη της σπιτικής
σαπωνοποιίας επανέρχεται δριμύτερη (με πολλές συνταγές να κυκλοφορούν ευρέως σε
βιβλία και το διαδίκτυο) και ανανεωμένη, καθώς στις παραδοσιακές συνταγές (με
ελαιόλαδο) έχουν προστεθεί και πολλά άλλα συστατικά (διάφορα φυτικά λάδια,
αιθέρια έλαια, βότανα κλπ.) και τα σαπούνια παίρνουν διάφορα σχήματα και
χρώματα ανάλογα με το γούστο και την επιθυμία του κατασκευαστή.
Και αυτό φυσικά είναι πολύ ευχάριστο, γιατί όλοι μας
μπορούμε πλέον εύκολα και οικονομικά να φτιάξουμε τα δικά μας αγνά και φυσικά
σαπούνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου