Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Λιπαρά Οξέα: Τα είδη και ο ρόλος τους στην παρασκευή σαπουνιού


Τα έλαια (φυτικά ή ζωικά) και τα βούτυρα είναι η απαραίτητη πρώτη ύλη για να φτιάξουμε σαπούνι. Ένα από τα συστατικά τους, που παίζει πρωταρχικό ρόλο στη σαπωνοποίηση, είναι τα λιπαρά οξέα (fatty acids), καθώς αυτά είναι που αντιδρούν με τα αλκάλια για να μας δώσουν το σαπούνι.

Επιπλέον, το είδος και η αναλογία των λιπαρών οξέων προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σαπουνιών (μαλακή ή σκληρή μπάρα, με πολύ ή λίγο αφρό), το βαθμό καθαριστικής δράσης τους (ήπια ή ισχυρά καθαριστικά) αλλά και πολλές από τις καλλυντικές ιδιότητές τους (μαζί με τα υπόλοιπα θρεπτικά συστατικά που περιέχουν τα έλαια και τα βούτυρα).
Εξαιτίας του σημαντικού ρόλου τους στα χαρακτηριστικά του σαπουνιού, πολλά υπολογιστικά προγράμματα για σαπούνι (όπως αυτό), όταν φτιάχνουμε μια συνταγή σαπουνιού, μας αναφέρουν τα είδη και τις αναλογίες λιπαρών οξέων που πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε.

Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, αυτά τα λιπαρά οξέα…

Λαυρικό (ή λαυρινικό ή λαουρικό) οξύ (lauric acid)
Προσθέτει σκληρότητα στην μπάρα σαπουνιού. Δίνει πλούσιο αφρό και καθαρίζει πολύ καλά. Μεγάλες ποσότητες λαυρικού οξέος προκαλούν ξηρότητα στο δέρμα, καθώς, χάρη στις ισχυρές καθαριστικές ιδιότητές του, απομακρύνει τη φυσική λιπαρότητα της επιδερμίδας.

Λινολεϊκό οξύ (linoleic acid)
Προσδίδει μαλακτικές και ενυδατικές ιδιότητες στο σαπούνι. Το μειονέκτημά του είναι ότι ταγγίζει εύκολα γι’ αυτό και πρέπει να χρησιμοποιείται σε μικρές ποσότητες αν θέλουμε τα σαπούνια μας να διαρκέσουν μεγάλο χρονικό διάστημα. 

Λινολενικό οξύ (linolenic acid)
Προσδίδει μαλακτικές και ενυδατικές ιδιότητες στο σαπούνι. 

Μυριστικό οξύ (myristic acid)
Προσδίδει σκληρότητα στην μπάρα του σαπουνιού και πλούσιο αφρό. Έχει μεγάλη καθαριστική δράση, και γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή στις ποσότητες, γιατί λόγω της καθαριστικής ικανότητάς του πιθανόν να ξηράνει την επιδερμίδα.

Ολεϊκό οξύ (oleic acid)
Προσδίδει μαλακτικές και ενυδατικές ιδιότητες στο σαπούνι. Το μειονέκτημά του είναι ότι δεν κάνει πολύ αφρό, ενώ μπορεί να κάνει το σαπούνι γλιστερό («γλιτσιάρικο»).

Παλμιτικό οξύ (palmitic acid)
Δίνει σκληρότητα στην μπάρα σαπουνιού και κρεμώδη σταθερό αφρό. Σε μεγάλες ποσότητες όμως μπορεί να ξηράνει την επιδερμίδα.

Ρικινολεϊκό οξύ (ricinoleic acid)
Προσδίδει μαλακτικές ιδιότητες στο σαπούνι, και πλούσιο κρεμώδη αφρό. Βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στο καστορέλαιο, το οποίο μπορούμε να προσθέσουμε σε πολύ μικρή ποσότητα στο τελικό προϊόν και να επιτύχουμε αυτέ τις ιδιότητες.

Στεαρικό οξύ (stearic acid)
Μοιάζει πολύ στις ιδιότητες με το παλμιτικό οξύ, δηλ. σκληρότητα στην μπάρα σαπουνιού και κρεμώδη αφρό που διατηρείται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου